Μολοσσία

Μολοσσία
Μολοσσία in Epirus, later Thesprotia. Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (sc. Νεοπτόλεμος) N. 7.38

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μολοσσία — Μολοσσίᾱ , Μολοσσία fem nom/voc/acc dual Μολοσσίᾱ , Μολοσσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱ , Μολοσσός fem nom/voc/acc dual Μολοσσίᾱ , Μολοσσός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίᾳ — Μολοσσίᾱͅ , Μολοσσία fem dat sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱͅ , Μολοσσός fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίας — Μολοσσίᾱς , Μολοσσία fem acc pl Μολοσσίᾱς , Μολοσσία fem gen sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱς , Μολοσσός fem acc pl Μολοσσίᾱς , Μολοσσός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττία — Μολοσσίᾱ , Μολοσσία fem nom/voc/acc dual Μολοσσίᾱ , Μολοσσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱ , Μολοσσός fem nom/voc/acc dual Μολοσσίᾱ , Μολοσσός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττίας — Μολοσσίᾱς , Μολοσσία fem acc pl Μολοσσίᾱς , Μολοσσία fem gen sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱς , Μολοσσός fem acc pl Μολοσσίᾱς , Μολοσσός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσίαν — Μολοσσίᾱν , Μολοσσία fem acc sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱν , Μολοσσός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττίαν — Μολοσσίᾱν , Μολοσσία fem acc sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱν , Μολοσσός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττίᾳ — Μολοσσίᾱͅ , Μολοσσία fem dat sg (attic doric aeolic) Μολοσσίᾱͅ , Μολοσσός fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοσσικός — μολοσσικός, αττ. τ. μολοττικός, ή, όν (Α) [μολοσσός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μολοσσούς ή στη Μολοσσία, ο καταγόμενος από τη Μολοσσία («Μολοττικοὺς τρέφουσι... κύνας», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μολοσσική είδος ορχήσεως …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

  • διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”